ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… … Dictionary of Greek
ψωριασικός — ή, ό, Ν [ψωρίαση] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψωρίαση 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από ψωρίαση … Dictionary of Greek
δερματολογία — Κλάδος της ιατρικής που μελετά το δέρμα, τα εξαρτήματά του και τις ασθένειές τους. Οι παθήσεις του δέρματος ήταν οι πρώτες που αναγνωρίστηκαν και εξετάστηκαν, επειδή ήταν πολύ εμφανείς. Σε κείμενα που προέρχονται από τον ασσυροβαβυλωνιακό, τον… … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
κερατοδερμία — Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι… … Dictionary of Greek
κνήφη — η (AM κνήφη) νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση κνιδωτικών επαρμάτων τού δέρματος οι οποίες καταλήγουν σε μικρή φυσαλλίδα και συνοδεύονται από έντονο κνησμό μσν. αρχ. ψωρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Εμφανίζει τη ρίζα τού κνῶ*. Η… … Dictionary of Greek
κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… … Dictionary of Greek
ξυσμή — ξυσμή, ἡ (ΑΜ) ξύσμα, ξυσιματιά, αμυχή αρχ. 1. (υβριστικά) ψωρίαση, ψώρα 2. στον πληθ. αἱ ξυσμαί τα σημάδια που χάραζαν οι γραμματικοί πάνω στα χειρόγραφα 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐντορίδες ξυσμαὶ ὄφεως». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξυσ , πρβλ. αόρ. ἔ ξυσ α, τού … Dictionary of Greek
παραψωρίαση — η ιατρ. χρόνια δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από ερυθηματολεπιώδεις κηλίδες και δεν έχει καμία σχέση με την ψωρίαση, ενώ τα αίτιά της παραμένουν ακόμη άγνωστα … Dictionary of Greek
ψευδόκοκκος — Γένος εντόμων της οικογένειας των κοκκοειδών. Περιλαμβάνει μερικά επιβλαβή είδη, που προκαλούν τη βαμβακίαση των εσπεριδοειδών. Ο ψ. ή δακτυλόβιος, είναι σκεπασμένος από ένα είδος χιτώνα και εκκρίνει μια κηρώδη ύλη, που προκαλεί μεγάλες ζημιές… … Dictionary of Greek